σῑτωνία

σῑτωνία
σῑτ-ωνία, , u. σῑτ-ώνησις, , das Amt, Geschäft des σιτώνης, Getreideankauf; das angekaufte Getreide

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιτωνίᾳ — σῑτωνίαι , σιτωνία purchase of corn fem nom/voc pl σῑτωνίᾱͅ , σιτωνία purchase of corn fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτωνία — ἡ, ΜΑ [σιτώνης] 1. η αγορά σίτου 2. το αξίωμα τού σιτώνου αρχ. χορήγηση σιταριού για την παρασκευή ψωμιού …   Dictionary of Greek

  • σιτωνικός — ή, όν, ΜΑ [σιτώνης] 1. αυτός που προορίζεται για την αγορά σίτου, για τη σιτωνία* («σιτωνικὰ χρήματα», επιγρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά σιτωνικά χρήματα που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για την αγορά σίτου («γραμματεύων τῶι ταμίαι τῶν… …   Dictionary of Greek

  • σιτωνίαν — σῑτωνίᾱν , σιτωνία purchase of corn fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”